χρωματοποιός

χρωματοποιός
ο, Ν
χρωματουργός, παρασκευαστής χρωστικών υλών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρώμα, -ατος + -ποιός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1808 στον Κυρ. Καπετανάκη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χρωματοποιός — ο αυτός που κατασκευάζει χρώματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χρωματοποιείο — το, Ν χρωματουργείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρωματοποιός + κατάλ. είο (πρβλ. σχολ είο). Η λ., στον λόγιο τ. χρωματοποιεῖον, μαρτυρείται από το 1887 στον Όθ. Ρουσόπουλο] …   Dictionary of Greek

  • χρωματουργός — ο χρωματοποιός, αυτός που κατασκευάζει χρώματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”